- άπαυτος
- -η, -ο(Α ἄπαυτος, -ον)αυτός που δεν απολύθηκε από κάποια υπηρεσίααρχ.άπαυστος*, συνεχής, αδιάκοπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαυτός — ή, ό (αντων.) 1. (έναρθρα) αντί για κάποιον ή κάτι που λησμονούμε ή αποφεύγουμε να δηλώνουμε κατ ευφημισμόν ως ακατονόμαστο («φέρε τ απαυτό να το δούμε») 2. ο απαυτός ο πισινός, ο πρωκτός 3. τ απαυτά οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.ετυμολ. απατός*] … Dictionary of Greek
απαυτός — ή, ό αόρ. αντων., λέγεται με άρθρο αντί για κάποιο όνομα που το ξεχάσαμε ή κάνουμε ότι το ξεχάσαμε: Άκουσε ότι ήρθε ο απαυτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπαυτος — η, ο επίρρ. α ατέλειωτος, διαρκής: Άπαυτες ήταν οι έγνοιες και οι στενοχώριες της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαυτώνω — [απαυτός] συνουσιάζομαι, κάνω τη δουλειά … Dictionary of Greek
απατός — ή, ό (με μου, σου, του) εγώ ο ίδιος, μόνος μου, ατός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Από φρ. όπως απ αυτού, απ αυτόν, απ αυτής κ.λπ. > ονομ. απαυτός > απατός, με παρετυμολογία προς το ατός] … Dictionary of Greek